- tyrosamine
- تيروزامين
* * *تيروزامين (= تيرامين)
English-Arabic Medical Dictionary. 2013.
English-Arabic Medical Dictionary. 2013.
tyrosamine — ty·ros·amine (ti rōsґə mēn) tyramine … Medical dictionary
τυραμίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) φαινολική αμίνη που απαντά σε ορισμένα φυτά ή παράγεται από όργανα τών ζώων ή απαντά σε ορισμένους μύκητες, έχει την ιδιότητα να προκαλεί αύξηση τής αρτηριακής πίεσης και χρησιμοποιείται ως αδρενεργικό φάρμακο, αλλ. τυροζαμίνη … Dictionary of Greek